προετικως

προετικως
    προετικῶς
    προ-ετικῶς
    щедро
    

(δαπανᾶν Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προετικως" в других словарях:

  • προετικώς — Α επίρρ. βλ. προετικός …   Dictionary of Greek

  • προετικῶς — προετικός emitting easily adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετικός — ή, όν, Α [προΐημι] 1. αυτός που εκπέμπει, που στέλνει εύκολα προς τα έξω 2. αυτός που χαρίζει, που παρέχει με αφθονία 3. σπάταλος. επίρρ... προετικῶς δαπανηρά, σπάταλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»